παράδεισος

παράδεισος
παράδεισος
Grammatical information: m.
Meaning: `enclosed park, zoological garden' (X.), `garden' (LXX, hell., pap., inscr.), `garden of Eden' (LXX), `abode of the blessed, paradise' (NT).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.
Etymology: By X. always of the parks of the Persian kings and nobles, Greek form of Av. pairi-daēza- m. `enclosed terrain (by a wall)' (= Gr. *περι-τοιχος), MIran. *pardēz, NP. pālēz `garden' (Schwyzer 193 w. lit.). From Gr. Lat. paradīsus. -- Cf. on τεῖχος.
Page in Frisk: 2,473

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράδεισος — enclosed park masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδεισος — ο 1. (θρησκ.), κήπος όπου ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτοπλάστους: Στο μέσο του Παραδείσου ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. 2. τόπος διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: Μονάχος του κανείς ούτε στο Παράδεισο δεν κάνει. 3. μτφ., τόπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… …   Dictionary of Greek

  • παραδείσω — παράδεισος enclosed park masc nom/voc/acc dual παράδεισος enclosed park masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРАДИС —    • Παράδεισος,          paradisus, имя больших парков и зверинцев восточных владетелей, особенно персидских сатрапов; эти парки, окруженные рвами, были богаты зверями для охоты, разными сортами деревьев, между которыми протекали ручьи. Очень… …   Реальный словарь классических древностей

  • παραδείσοις — παράδεισος enclosed park masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείσου — παράδεισος enclosed park masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείσους — παράδεισος enclosed park masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείσων — παράδεισος enclosed park masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείσῳ — παράδεισος enclosed park masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδεισε — παράδεισος enclosed park masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”